παλιόγερος

παλιόγερος
ο, θηλ. παλιόγρια
1. (το αρσ.) γέρος κακότροπος ή διεστραμμένος
2. το θηλ. κακιά και στριμμένη γρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γέρος / γριά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλιόγερος — ο γέρος με κακό χαρακτήρα και συμπεριφορά αταίριαστη στην ηλικία του. Θηλ. παλιόγρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… …   Dictionary of Greek

  • γέρουκας — ο [γέρος] ο παλιόγερος …   Dictionary of Greek

  • πουρός — ή, ό, Ν [πουρί] (με υβριστική σημ.) 1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό ο παλιόγερος ή η παλιόγρια …   Dictionary of Greek

  • σκατόγερος — ο, Ν τιποτένιος γέρος, γέρος κακού χαρακτήρα, παλιόγερος, γεροξούρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”